συγκόπτομαι

συγκόπτομαι
συγκόπτω
chop up
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκόπτω — ΝΜΑ, και συγκόβ(γ)ω και συγκόφτω Ν [κόπτω] 1. κόβω σε μικρά τεμάχια 2. μικραίνω λέξη ή ήχο με συγκοπή νεοελλ. 1. κόβω, κυρίως ύφασμα, για να φτειάξω φόρεμα («η μια συγκόβγει, σα θωρώ, κι η άλλη τά τροπώνει», Ερωτόκρ.) 2. φρ. α) «συγκόβ(γ)ει ο… …   Dictionary of Greek

  • υποσυγκόπτω — Α [συγκόπτω] (συν. το παθ.) ὑποσυγκόπτομαι συγκόπτομαι λίγο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”